- αρπαχτής
- ο , αρπάχτρα η1) вор, -овка; разбойни|к, -ца; грабитель, -ницз; 2) захватчик, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρπάχτης — ο (θηλ. αρπάχτρα) [αρπάζω] αυτός που αρπάζει με τη βία ή με δόλο ξένα πράγματα … Dictionary of Greek
αρπάχτης — ο θηλ. αρπάχτρα αυτός που συνηθίζει να αρπάζει, ο κλέφτης· το θηλ. λέγεται συνήθως και για το αρσενικό: Δεν ξέρεις τι αρπάχτρα είναι αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek